- διαγωνιεῖσθ'
- διαγωνιεῖσθε , διαγωνίζομαιcontendfut ind mp 2nd pl (attic epic)διαγωνιεῖσθε , διαγωνίζομαιcontendfut ind mp 2nd pl (attic epic doric aeolic)διαγωνιεῖσθαι , διαγωνίζομαιcontendfut inf mp (attic epic)διαγωνιεῖσθαι , διαγωνίζομαιcontendfut inf mp (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.